- σταχάνη
- ἡ, ΜΑ1. ζυγός, ζυγαριά2. φρ. «δικαιότερος σταχάνης» — ακριβοδίκαιος, αυτός που κρατάει τη ζυγαριά τής δικαιοσύνης (Ζήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. στα-χ-άνη, με επίθημα -άνη, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. τρυτ-άνη) ανάγεται στο θ. στă- τού ἵστημι (πρβλ. στά-θμη, στα-θμός). Προβλήματα ωστόσο γεννά το δυσερμήνευτο -χ- τού τ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. παράγεται από τον τ. στάχυς, στον οποίο έχει αποδοθεί και τεχνική σημ.: «στάχυς·... καὶ παρὰ ταῖς ναυπηγοῖς τὸ ἐπὶ τῆς φάλαγγος μεριζόμενον» (Ησύχ.)].
Dictionary of Greek. 2013.